Είναι γεγονός ότι χώρες φιλελληνικές και μη δεν υφίστανται. Κάθε χώρα επιδιώκει να εξυπηρετήσει αποκλειστικά τα συμφέροντά της. Στην περίπτωση που αυτά, όμως, τύχει να συμπίπτουν με τα συμφέροντα μιας τρίτης χώρας -για παράδειγμα της δικής μας- τότε και μόνο τότε, ενδέχεται να δούμε κάποιες κινήσεις ευνοϊκές για τη χώρα μας. Στην περίπτωση της Γερμανίας ωστόσο, όσο και αν ψάξει κανείς, δύσκολα θα βρει την οποιαδήποτε ευεργεσία προς την Ελλάδα!
Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα.
(Καρλ Μαρξ)
Κάτι τέτοιο συνέβη και το 1898, όταν έκανε την εμφάνισή της η γερμανική αυτοκρατορία ως μία νέα «προστάτιδα» δύναμη. Η Γερμανία ήθελε να εδραιώσει την παρουσία της στο χώρο της Βαλκανικής και στη Μέση Ανατολή και από άποψη γοήτρου και από αυτή της οικονομικής ωφέλειας από τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της Ανατολής. Το μόνο έρεισμα που είχαν με την Ελλάδα ήταν με τη βασιλική οικογένεια, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος παντρεύτηκε τη γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία, αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου. Κατά τα άλλα δεν μπορούσαν να «κάνουν παιχνίδι» στη χώρα μας, γιατί ήταν χώρα δεμένη στο άρμα της Αγγλίας. Όμως ήδη από το 1881 οι τράπεζες της Φρανκφούρτης και της Δρέσδης συμμετείχαν στα μεγάλα σιδηροδρομικά δάνεια με ποσοστά που έφθαναν μέχρι και το 30%, ενώ αργότερα (1908) η Deutsche Bank συνεργάστηκε με την Εθνική Τράπεζα για την ίδρυση από κοινού της Τράπεζας Ανατολής.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Χ. Τρικούπης, μετά την πτώχευση της Ελλάδας το 1893, έκανε διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες και κατέληξαν σε συμφωνία, που μεταξύ άλλων προέβλεπε επιμήκυνση απόσβεσης του χρέους στα 50 χρόνια, αύξηση των τόκων από το 30% στο 32% και εγγυήσεις από την εταιρεία που διαχειριζόταν τα κρατικά μονοπώλια (πετρελαίου, σπίρτων, αλατιού, σιγαρόχαρτου και παιγνιοχάρτων) να στέλνει απευθείας ένα ποσό στις ξένες τράπεζες για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεωλυσίων.
Όμως η χώρα μας 4 χρόνια μετά προχώρησε σε μία αψυχολόγητη ενέργεια, γιατί ενεπλάκη σε πόλεμο με τη γείτονα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ίσως οι ξένες δυνάμεις να εκμεταλλεύτηκαν την πατριωτική έξαρση, που παρατηρούνταν στη χώρα μας για την απελευθέρωση των αλύτρωτων πατρίδων και να έσπρωξαν την πολιτική ηγεσία της χώρας μας σε έναν από πριν χαμένο πόλεμο. Μία πολιτική ηγεσία που ήταν κατώτερη των περιστάσεων, πράγμα που οδήγησε την Ελλάδα στον έλεγχο των δημοσιονομικών της από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο πόλεμος τελικά διήρκησε μόλις 32 μέρες. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, πριν οι Οθωμανοί Τούρκοι φτάσουν στην Αθήνα. Οι Δυνάμεις ανταποκρίθηκαν εκτός από τη Γερμανία. Μάλιστα ο Γερμανός απεσταλμένος στο Λονδίνο δήλωνε: «Πρέπει να υποχρεώσουμε την Ελλάδα να γονατίσει». Τελικά με παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β΄ και της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας επετεύχθη κατάπαυση του πυρός. Η Αγγλία πρότεινε να ερωτηθεί η Ελλάδα ποιους πόρους μπορεί να διαθέσει για την εξόφληση των Ευρωπαίων ομολογιούχων. Η Γερμανία όμως επιθυμούσε να επιβληθεί οικονομικός έλεγχος στην Ελλάδα (η Τρόικα της εποχής).
Ο Σουλτάνος από την άλλη πλευρά ήθελε να εκμεταλλευτεί τη νίκη του και ζήτησε επιστροφή στα σύνορα του 1831. Όμως οι Δυνάμεις δεν δέχτηκαν συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας. Κι αυτό γιατί δεν ενδιαφέρονταν τόσο για εδαφικές προσαρτήσεις στην περιοχή, όσο για τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων στην ανατολική Μεσόγειο. Παίρνοντας τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας στα χέρια τους θα δομούσαν την οικονομία της σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα.
Ο Κάιζερ κατάφερε να επιβληθεί στις άλλες Δυνάμεις ως νέα δύναμη και να ενισχύσει το γόητρο στην Τουρκία και σε όλα τα Βαλκάνια. Επιπλέον τον ενδιέφερε να ικανοποιηθούν οι Γερμανοί ομολογιούχοι. Είχε και τη στήριξη του Σίτυ του Λονδίνου και οΔιεθνής Οικονομικός Έλεγχος(ΔΟΕ) ήταν προ των πυλών.
Στις 18 Ιανουαρίου 1898 υπεγράφη από τα μέλη της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής και τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών το προσχέδιο του νόμου που επικυρώθηκε από την ελληνική Βουλή στις 8 Μαρτίου. Σύμφωνα με το προσύμφωνο ορίζονταν, εκτός από την ικανοποίηση των ομολογιούχων, και αποζημίωση στην Οθωμανική Τουρκία. Η αποζημίωση δεν θα μπορούσε να πληρωθεί από την πτωχευμένη Ελλάδα παρά μόνο με νέο εξωτερικό δάνειο, αφού πρώτα δοθούν εγγυήσεις στους παλιούς δανειστές για να βρεθούν νέοι.
Στις 20 Φεβρουαρίου κατατίθεται στην Βουλή το νομοσχέδιο «περί Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου», που ήταν προαπαιτούμενο για τη σύναψη δανείου 170.000.000 χρυσών φράγκων με την εγγύηση Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ήδη με την Προκαταρκτική Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το Σεπτέμβριο του 1897 καθοριζόταν ότι «η Ελλάς θα καταβάλη τη Τουρκία αποζημίωσιν 4.000.000 τουρκικών λιρών. Ο σχετικός προς ταχείαν απότισιν της αποζημιώσεως κανονισμός θα γίνη τη συναινέσει των Δυνάμεων κατά τρόπον μη θιγόντα τα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδας. Προς τον σκοπόν αυτόν θέλη ιδρυθή εν Αθήναις Διεθνής Επιτροπή απαρτιζομένη εξ αντιπροσώπων των μεσολαβησών Δυνάμεων». Έτσι κατάφεραν στη συνθήκη μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας να επιβάλλουν και οικονομικό έλεγχο στη χώρα! Εκμεταλλεύτηκαν την ταπεινωτική ήττα μας από τους Τούρκους και επέβαλαν τη διαρκή επέμβαση στα οικονομικά της Ελλάδας και όχι μόνο.
Η Γερμανία σε όλο αυτό το διπλωματικό παρασκήνιο τηρούσε την πιο σκληρή στάση. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Γερμανού εκπρόσωπου στην οικονομική επιτροπή φον Μπύλοφ, ο οποίος αφού υποστήριξε ότι για χάρη της αρμονίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων περιόρισε τις απαιτήσεις της, τόνισε ότι η γερμανική κυβέρνηση μαχόταν όχι μόνο για τα συμφέροντα των υπηκόων της αλλά και όλων των ξένων πιστωτών και τελειώνει ευχόμενος η Ελληνική Κυβέρνηση και η Αυλή να συνειδητοποιήσουν τα μεγάλα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν στη χώρα από τον οικονομικό έλεγχο! Ο Σπ. Μαρκεζίνης αναφέρει ότι «ετιμώρει την επαναστατική Ελλάδα … επιβάλλουσα ειρήνην γερμανικήν … με τα σύνορά της περισσότερον ανοικτά, θα όφειλε, φοβούμενη την επανάληψιν τουρκικών εισβολών, να πληρώνη τους πιστωτάς της …».
Ο πρωθυπουργός Δ. Ράλλης στη συζήτηση στη Βουλή υποστήριξε ότι «οι Γερμανοί ομολογιούχοι αρνούντο κάθε συνεννόηση», ενώ οι αγορές του Λονδίνου και του Παρισιού αρνούνταν το ενδεχόμενο νέου δανείου πριν επέλθει συμφωνία για τα παλαιά χρέη, γιατί «προσεδόκουν το άμεσον κέρδος εκ της υψώσεως των ελληνικών χρεωγράφων κατόπιν της επιβολής του ελέγχου. Επρόκειτο περί νέας κερδοσκοπίας εις βάρος ημών …». Μάλιστα προσθέτει ότι η όλη κατάσταση δημιουργήθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση, ενόψει των επικείμενων εκλογών στη χώρα τους, ως μία προσπάθεια να το εκμεταλλευτεί ψηφοθηρικά. Το ίδιο και η βασίλισσα της Αγγλίας Βικτωρία στο ημερολόγιό της στις 17/29 Αυγούστου 1897 γράφει ότι «όλα αυτά οφείλονται εις την επαίσχυντον συμπεριφορά του Γουλιέλμου».
Ο Πρωθυπουργός Δ. Ράλλης στο ελληνικό κοινοβούλιο, για να πιέσει τους βουλευτές να ψηφίσουν τους όρους της ειρήνης, τους έθεσε το δίλημμα «η απόρριψις ή η παραδοχή». Όμως τους είπε ότι, αν η Ελλάδα την απέρριπτε, τότε η Λαμία θα έμενε εγκαταλελειμμένη, θα υπήρχε μόνο μία γραμμή άμυνας στις Θερμοπύλες και, αν αυτή η γραμμή έσπαγε, τότε η Αθήνα θα ήταν εκτεθειμένη στα οθωμανικά στρατεύματα. Όμως ο Θ. Δηλιγιάννης και οι άλλοι ηγέτες της αντιπολίτευσης, αρνούμενοι «να συμπράξουν στην ταπείνωση της Ελλάδας», όπως είπαν, καταψήφισαν την πρόταση. Ο Δηλιγιάννης βέβαια αυτό το έκανε όχι από πατριωτισμό, αλλά επειδή φιλοδοξούσε να διαδεχτεί τον Ράλλη στην πρωθυπουργία.
Όμως ο βασιλιάς Γεώργιος είχε άλλη γνώμη. Ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλ. Ζαΐμη. Αυτός τοποθέτησε τον Στέφανο Στρέιτ στο Υπουργείο Οικονομικών, γιατί είχε πείρα και διεθνή αναγνώριση (κάτι σαν τον Στουρνάρα σήμερα) και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Η νέα κυβέρνηση αποδέχτηκε τη Συνθήκη και οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων φτάνουν στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις για το θέμα της ΔΟΕ. Οι συζητήσεις κράτησαν 3 μήνες (μέχρι τον Ιανουάριο του 1898) και το νομοσχέδιο έφτασε στη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους τον Μάρτιο του 1898. Οι Δυνάμεις εγγυήθηκαν την έκδοση δανείου 170.000.000 χρυσών φράγκων, από τα οποία τα 150.000.000 θα καταβάλλονταν άμεσα. Το τεράστιο αυτό δάνειο ήταν απαραίτητο για την αποπληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Οθωμανική Τουρκία και των παλαιών χρεών της Ελλάδας προς τους ξένους ομολογιούχους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 44, Αθήνα, Απρίλιος 2000.
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Iarousse Britannica
Σπ. Μαρκεζίνη, Πολιτική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδας, Αθήνα.
Πηγή
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Χ. Τρικούπης, μετά την πτώχευση της Ελλάδας το 1893, έκανε διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες και κατέληξαν σε συμφωνία, που μεταξύ άλλων προέβλεπε επιμήκυνση απόσβεσης του χρέους στα 50 χρόνια, αύξηση των τόκων από το 30% στο 32% και εγγυήσεις από την εταιρεία που διαχειριζόταν τα κρατικά μονοπώλια (πετρελαίου, σπίρτων, αλατιού, σιγαρόχαρτου και παιγνιοχάρτων) να στέλνει απευθείας ένα ποσό στις ξένες τράπεζες για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεωλυσίων.
Η Ελλάδα υπόκειται ντροπιαστική ήττα στον πολέμο του 1897
Ο πόλεμος τελικά διήρκησε μόλις 32 μέρες. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, πριν οι Οθωμανοί Τούρκοι φτάσουν στην Αθήνα. Οι Δυνάμεις ανταποκρίθηκαν εκτός από τη Γερμανία. Μάλιστα ο Γερμανός απεσταλμένος στο Λονδίνο δήλωνε: «Πρέπει να υποχρεώσουμε την Ελλάδα να γονατίσει». Τελικά με παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β΄ και της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας επετεύχθη κατάπαυση του πυρός. Η Αγγλία πρότεινε να ερωτηθεί η Ελλάδα ποιους πόρους μπορεί να διαθέσει για την εξόφληση των Ευρωπαίων ομολογιούχων. Η Γερμανία όμως επιθυμούσε να επιβληθεί οικονομικός έλεγχος στην Ελλάδα (η Τρόικα της εποχής).
Ο Σουλτάνος από την άλλη πλευρά ήθελε να εκμεταλλευτεί τη νίκη του και ζήτησε επιστροφή στα σύνορα του 1831. Όμως οι Δυνάμεις δεν δέχτηκαν συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας. Κι αυτό γιατί δεν ενδιαφέρονταν τόσο για εδαφικές προσαρτήσεις στην περιοχή, όσο για τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων στην ανατολική Μεσόγειο. Παίρνοντας τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας στα χέρια τους θα δομούσαν την οικονομία της σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα.
Τα δάνεια του 19ου αιώνα
Στις 18 Ιανουαρίου 1898 υπεγράφη από τα μέλη της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής και τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών το προσχέδιο του νόμου που επικυρώθηκε από την ελληνική Βουλή στις 8 Μαρτίου. Σύμφωνα με το προσύμφωνο ορίζονταν, εκτός από την ικανοποίηση των ομολογιούχων, και αποζημίωση στην Οθωμανική Τουρκία. Η αποζημίωση δεν θα μπορούσε να πληρωθεί από την πτωχευμένη Ελλάδα παρά μόνο με νέο εξωτερικό δάνειο, αφού πρώτα δοθούν εγγυήσεις στους παλιούς δανειστές για να βρεθούν νέοι.
Στις 20 Φεβρουαρίου κατατίθεται στην Βουλή το νομοσχέδιο «περί Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου», που ήταν προαπαιτούμενο για τη σύναψη δανείου 170.000.000 χρυσών φράγκων με την εγγύηση Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ήδη με την Προκαταρκτική Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το Σεπτέμβριο του 1897 καθοριζόταν ότι «η Ελλάς θα καταβάλη τη Τουρκία αποζημίωσιν 4.000.000 τουρκικών λιρών. Ο σχετικός προς ταχείαν απότισιν της αποζημιώσεως κανονισμός θα γίνη τη συναινέσει των Δυνάμεων κατά τρόπον μη θιγόντα τα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδας. Προς τον σκοπόν αυτόν θέλη ιδρυθή εν Αθήναις Διεθνής Επιτροπή απαρτιζομένη εξ αντιπροσώπων των μεσολαβησών Δυνάμεων». Έτσι κατάφεραν στη συνθήκη μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας να επιβάλλουν και οικονομικό έλεγχο στη χώρα! Εκμεταλλεύτηκαν την ταπεινωτική ήττα μας από τους Τούρκους και επέβαλαν τη διαρκή επέμβαση στα οικονομικά της Ελλάδας και όχι μόνο.
Mια κλασική γελοιογραφία του δικομματισμού από το εβδομαδιαίο πολιτικοσατιρικό έντυπο «Nέο Aριστοφάνη» τη δεκαετία του 1890. O Δηλιγιάννης καβάλα στο γάιδαρο-Eλλάδα, με λάβαρο «Kάτω οι φόροι, πάνω τα δάνεια», ποδοπατάει τον Tρικούπη.
Ο Kaiser Wilhelm II κράτησε την πιο σκληρή στάση απέναντι στην Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός Δ. Ράλλης στη συζήτηση στη Βουλή υποστήριξε ότι «οι Γερμανοί ομολογιούχοι αρνούντο κάθε συνεννόηση», ενώ οι αγορές του Λονδίνου και του Παρισιού αρνούνταν το ενδεχόμενο νέου δανείου πριν επέλθει συμφωνία για τα παλαιά χρέη, γιατί «προσεδόκουν το άμεσον κέρδος εκ της υψώσεως των ελληνικών χρεωγράφων κατόπιν της επιβολής του ελέγχου. Επρόκειτο περί νέας κερδοσκοπίας εις βάρος ημών …». Μάλιστα προσθέτει ότι η όλη κατάσταση δημιουργήθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση, ενόψει των επικείμενων εκλογών στη χώρα τους, ως μία προσπάθεια να το εκμεταλλευτεί ψηφοθηρικά. Το ίδιο και η βασίλισσα της Αγγλίας Βικτωρία στο ημερολόγιό της στις 17/29 Αυγούστου 1897 γράφει ότι «όλα αυτά οφείλονται εις την επαίσχυντον συμπεριφορά του Γουλιέλμου».
Ο Πρωθυπουργός Δ. Ράλλης στο ελληνικό κοινοβούλιο, για να πιέσει τους βουλευτές να ψηφίσουν τους όρους της ειρήνης, τους έθεσε το δίλημμα «η απόρριψις ή η παραδοχή». Όμως τους είπε ότι, αν η Ελλάδα την απέρριπτε, τότε η Λαμία θα έμενε εγκαταλελειμμένη, θα υπήρχε μόνο μία γραμμή άμυνας στις Θερμοπύλες και, αν αυτή η γραμμή έσπαγε, τότε η Αθήνα θα ήταν εκτεθειμένη στα οθωμανικά στρατεύματα. Όμως ο Θ. Δηλιγιάννης και οι άλλοι ηγέτες της αντιπολίτευσης, αρνούμενοι «να συμπράξουν στην ταπείνωση της Ελλάδας», όπως είπαν, καταψήφισαν την πρόταση. Ο Δηλιγιάννης βέβαια αυτό το έκανε όχι από πατριωτισμό, αλλά επειδή φιλοδοξούσε να διαδεχτεί τον Ράλλη στην πρωθυπουργία.
Όμως ο βασιλιάς Γεώργιος είχε άλλη γνώμη. Ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλ. Ζαΐμη. Αυτός τοποθέτησε τον Στέφανο Στρέιτ στο Υπουργείο Οικονομικών, γιατί είχε πείρα και διεθνή αναγνώριση (κάτι σαν τον Στουρνάρα σήμερα) και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Η νέα κυβέρνηση αποδέχτηκε τη Συνθήκη και οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων φτάνουν στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις για το θέμα της ΔΟΕ. Οι συζητήσεις κράτησαν 3 μήνες (μέχρι τον Ιανουάριο του 1898) και το νομοσχέδιο έφτασε στη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους τον Μάρτιο του 1898. Οι Δυνάμεις εγγυήθηκαν την έκδοση δανείου 170.000.000 χρυσών φράγκων, από τα οποία τα 150.000.000 θα καταβάλλονταν άμεσα. Το τεράστιο αυτό δάνειο ήταν απαραίτητο για την αποπληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Οθωμανική Τουρκία και των παλαιών χρεών της Ελλάδας προς τους ξένους ομολογιούχους.
H Eλλάδα τραβά από τα αυτιά τους Tρικούπη και Δηλιγιάννη, που είναι «οι αίτιοι της καταστάσεώς μας».
Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 44, Αθήνα, Απρίλιος 2000.
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Iarousse Britannica
Σπ. Μαρκεζίνη, Πολιτική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδας, Αθήνα.
Πηγή
Δημοσίευση σχολίου Blogger Facebook